Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Η εκδίωξη του ποντιακού ελληνισμού από τις πατρογονικές του εστίες

Η οικογένειά μου κατάγεται από το Ριζέον...
της μαθήτριας Νίνας Σημαιοφορίδου, Γ3

Ονομάζομαι Νίνα Σημαιοφορίδου και αυτό που ακολουθεί είναι ένα κομμάτι της ιστορίας της οικογένειάς μου, το οποίο ακούω από τότε που ήμουν μικρή και εύχομαι ολόψυχα να μην ξανασυμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο σε κάποια άλλη οικογένεια ή κάποιο άλλο έθνος.
Η οικογένειά μου κατάγεται από το Ριζέον (Ριζέ), μία από τις παραθαλάσσιες πόλεις του Πόντου. Το Ριζέον ήταν μία πολυεθνική πόλη, η οποία αποτελούνταν από Πόντιους, Αρμένους, Λάζους, Τούρκους και Τσερκέζους, οι οποίοι ζούσαν όλοι μαζί. Του παππού μου ο παππούς, ο Βασίλειος Σημαιοφορίδης, γεννήθηκε περίπου το 1879 στο Ριζέον, σε μία πλούσια πολύτεκνη οικογένεια με τα έξι αδέλφια του και τις τρεις αδελφές του. Μεγαλώνοντας η οικογένειά του τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και κατάφερε να αποφοιτήσει από Ανώτατη Νομική Σχολή. Έπειτα επέστρεψε στον Ριζέον, όπου εκτελούσε καθήκοντα εισαγγελέα της πόλης. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε την Ευτέρπη Καλμπαξίδου, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Νικόλαο Σημαιοφορίδη, τον προπάππο μου, και τη Λεύκω Σημαιοφορίδου. Οι τέσσερείς τους αποτελούσαν μία από τις ευπορότερες και πιο σεβαστές οικογένειες στο Ριζέ. Είχαν το σεβασμό από όλες τις υπόλοιπες οικογένειες της πόλης και μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια και ανέσεις και πολλούς ανθρώπους στην υπηρεσία τους. Δύο σωματοφύλακες, δάσκαλοι, αλλά και οικιακοί βοηθοί φρόντιζαν να κάνουν τη ζωή της οικογένειας απλούστερη και ασφαλέστερη, όσο αυτό ήταν εφικτό.

Η πιο έντονη ανάμνηση του προπάππου μου από το σπίτι τους ήταν, πως από το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου μπορούσες να δεις τις πέτρες στη θάλασσα. Θυμάται την επίπεδη μεγάλη αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού, που ήταν γεμάτη πορτοκαλιές, μανταρινιές, φουντουκιές και μηλιές. Το σπίτι αυτό ήταν κτισμένο ακριβώς δίπλα από το πατρικό σπίτι της οικογένειας.
Η συμβίωση όλων των λαών ήταν ειρηνική μέχρι το 1914, χρονιά που οι Νεότουρκοι ξεκίνησαν τη γενοκτονία των Αρμένων. Το 1917 κάλεσαν το Βασίλειο και όλους τους άνδρες Πόντιους κατοίκους του Ριζέ να ενταχθούν σε ειδικά τάγματα κατευθυνόμενα προς την Άγκυρα. Ο Βασίλειος αρνήθηκε και μαζί του όλοι οι υπόλοιποι άντρες της περιοχής, γιατί τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη τον Βασίλειο. Ωστόσο οι Τούρκοι τους ανάγκασαν τελικά με το ζόρι να ενταχθούν στα τάγματα αυτά. Ο Βασίλειος, μην έχοντας άλλη επιλογή, αποχωρίστηκε για πρώτη φορά την οικογένειά του. Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπαν. Στο δρόμο προς την Άγκυρα αποκαλύφθηκε ο πραγματικός σκοπός της δημιουργίας των ταγμάτων, που δεν ήταν άλλος από την εξόντωση του ανδρικού ποντιακού πληθυσμού. Οι περισσότεροι άνδρες πέθαναν, αφού πρώτα τους είχαν πάρει τα ρούχα και τους άφησαν να περπατούν μέσα στην παγωνιά γυμνοί. Άλλοι πέθαιναν από την πείνα και άλλους τους σκότωναν.
Εν τω μεταξύ η οικογένεια του Βασίλειου μην έχοντας νέα του θρηνούσε για το χαμό του. Η ζωή τους είχε αλλάξει. Με την απομάκρυνση του ανδρικού πληθυσμού άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια, αφού οι Τούρκοι με τους Κούρδους άρχισαν να δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινή ζωή και στη θρησκευτική λατρεία των Ελλήνων Ποντίων, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η αρμονική έως τότε συμβίωση των λαών. Το 1922 ήταν χρονιά σκοτωμών, βαρβαροτήτων και διωγμών κατά των Ποντίων Ελλήνων. Η μόνη επιλογή που είχε η οικογένεια του παππού μου, εάν ήθελαν να ζήσουν, ήταν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Έτσι και έγινε.
Η Ευτέρπη με τα δυο παιδιά της, τον δεκατετράχρονο Νικόλαο και την εννιάχρονη Λεύκω, ακολουθώντας τον ποντιακό πληθυσμό της πόλης, έφυγαν τρέχοντας προς το λιμάνι, ελπίζοντας να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο και ν’ αφήσουν πίσω την πατρίδα τους. Στη διαδρομή προς το λιμάνι όποιος σταματούσε σε πηγή να πιεί νερό, έχανε το κεφάλι του. Στο δρόμο έβλεπες παντού σκοτωμένες γυναίκες, γέρους, παιδιά, αλλά και ιερείς που είχαν βασανισθεί μέχρι θανάτου.
Στην παραλία αντίκρισαν άλλο ένα τοπίο φρίκης. Πτώματα ανθρώπων σκορπισμένα παντού. Αίματα. Είδαν ως σανίδα σωτηρίας τα ρωσικά και τα ελληνικά στρατιωτικά πλοία. Μόνο που όποιος επιχειρούσε να ανέβει σ’ αυτά έβρισκε ακαριαίο θάνατο. Δεν υπήρχε έλεος. Δεν ήθελαν να τους αφήσουν να φύγουν μακριά και να τους χαρίσουν τουλάχιστον τη ζωή τους. Ήθελαν να τους αφανίσουν.
Η Ευτέρπη κρατούσε την κόρη της από το χέρι και έτρεχε. Ο γιος της, ο Νικόλας, έτρεχε μαζί με τον ιερέα, τον οποίο βρήκε η τουρκική σφαίρα λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο. Η Ευτέρπη μόνη με τα δύο παιδιά της κατάφερε να επιβιβασθεί τελικά σ’ ένα πλοίο, που τους άφησε την ίδια κιόλας μέρα στο Βατούμ, πόλη της σημερινής Γεωργίας. Η Ευτέρπη από σύζυγος εισαγγελέα βρέθηκε να είναι υπηρέτρια σε μία ξένη χώρα.
Στην αρχή η ζωή τους ήταν πολύ δύσκολη. Διανυκτέρευαν υπό άθλιες συνθήκες μέσα σε δημόσια κτίρια. Η Ευτέρπη αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσουν. Αφού πέρασε ο καιρός και είχε χάσει πια κάθε ελπίδα πως θα ξαναέβλεπε τον άντρα της, η Ευτέρπη ξαναπαντρεύτηκε. Ο Νικόλαος μη μπορώντας να ζήσει με τον πατριό του έφυγε από το σπίτι και μετακόμισε σε μια σοφίτα, την οποία και νοίκιαζε. Πήγαινε σε μία σχολή και παράλληλα μάθαινε και την τέχνη του τσαγκάρη. Το 1931 παντρεύτηκε την προγιαγιά μου, Ολυμπία Συμεωνίδου, και απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά, την Ξένια, τη Σοφία, τη Ζωή και τον παππού μου, Βασίλειο Σημαιοφορίδη.
Την εποχή εκείνη η Γεωργία είχε ενταχθεί στη Σοβιετική Ένωση και μια και ήταν κομμουνιστικό το καθεστώς, γίνονταν δημεύσεις των περιουσιών όλων των πλουσίων πολιτών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο πεθερός του Νικόλαου του παραχώρησε επτάμιση στρέμματα γη, ώστε ν’ αποφύγει τη δήμευσή της. Σ’ εκείνο το οικόπεδο έχτισε το σπίτι της η οικογένεια και ξεκίνησε επιτέλους μια ομαλή ζωή. Όμως εκεί που όλα έμοιαζαν να είχαν ηρεμήσει και η ελπίδες για μια καλή ζωή είχαν γεννηθεί, γι’ άλλη μία φορά όλα ανατράπηκαν.
Το 1949 το σοβιετικό καθεστώς θεώρησε τους Έλληνες Πόντιους ως εχθρούς του κράτους. Τη χρονιά εκείνη, στις 27 Ιανουαρίου, γεννήθηκε ο παππούς μου. Μία νύχτα, όταν ήταν έξι μηνών, αστυνόμοι εισέβαλαν στο σπίτι του Νικόλαου. Με την απειλή των όπλων του διεμήνυσαν ότι είχε δύο ώρες περιθώριο να μαζέψει ό, τι μπορεί και να φύγει. Να φύγει μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες εξορία σε τόπο άγνωστο. Ο Νικόλαος πήρε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και επιβιβάστηκαν σ’ ένα τρένο απ’ αυτά που μεταφέρουν ζώα. Η μεταφορά των Ελλήνων κράτησε οκτώ ημέρες και νύχτες και σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού επικρατούσε η πεποίθηση και ελπίδα, ότι ο προορισμός του τρένου θα ήταν η Ελλάδα. Την ίδια ελπίδα είχε και ο παππούς μου, γιατί πίστευε ότι φτάνοντας στην Ελλάδα ίσως μάθαινε τι είχε απογίνει ο πατέρας του. Επίσης πίστευε πως εκεί θα έβρισκε τρόπο να διεκδικήσει το πατρικό του σπίτι, όπου υπήρχαν λίρες θαμμένες στα θεμέλιά του, με τις οποίες θα εξασφάλιζε την οικογένειά του. Οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν άθλιες. Οι άνθρωποι μην αντέχοντας την  πείνα και τις κακουχίες άφηναν την τελευταία τους πνοή στο τρένο. Τους νεκρούς απλά τους έριχναν από το τρένο, ενώ εκείνο συνέχιζε να κινείται προς τον προορισμό του, τον οποίο ακόμα κανείς δεν ήξερε.
Σαν σταμάτησε το τρένο αντίκρισαν μία έρημο. Είχαν εξοριστεί στις στέπες του Καζακστάν. Κάθε ελπίδα για την Ελλάδα εκείνη τη στιγμή πέθανε. Φτάνοντας εκεί ξεκινούσαν πάλι από το μηδέν. Δεν είχαν στέγη, ούτε τροφή. Ο Νικόλαος έφτιαξε με τέσσερα ξύλα που βρήκε ένα αυτοσχέδιο κρεβατάκι, όπου έβαλαν τον μόλις έξι μηνών Βασίλειο να κοιμηθεί. Κάτω από το κρεβατάκι κοιμήθηκαν οι τρεις αδερφές του και δίπλα οι γονείς του, Νικόλαος και Ολυμπία. Έτσι εκτεθειμένοι στο έλεος του Θεού κοιμήθηκαν το πρώτο βράδυ.
Το επόμενο πρωί ξύπνησαν μέσα σ’ ένα χιονισμένο τοπίο. Ο παππούς μου, που κοιμόταν πάνω στο αυτοσχέδιο κρεβατάκι, είχε ολόκληρος καλυφθεί από χιόνι. Οι γονείς πίστευαν, ότι το μωρό είχε πεθάνει από το κρύο και η ευτυχία τους ήταν απερίγραπτη, όταν τελικά διαπίστωσαν πως το μωρό τους ήταν ζωντανό. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες και ο ντόπιος πληθυσμός πολύ εχθρικός απέναντι στους Έλληνες. Έτσι, ολομόναχοι και αβοήθητοι, αφού πάλεψαν να περάσουν χιλιάδες εμπόδια, ξεκινώντας γι’ άλλη μία φορά από το μηδέν, κατάφεραν οι Έλληνες του Πόντου όχι μόνο να επιβιώσουν στην ξένη και εχθρική αυτή χώρα, αλλά και να χτίσουν σπίτια και σχολεία και να ιδρύσουν ολόκληρες πόλεις, όπως την πόλη Μεργαλιμσάι (σημερινό Κεντάου).
Το 1956 η ρωσική κυβέρνηση αναγνώρισε το λάθος που είχε κάνει εις βάρος του ποντιακού λαού και τους έδωσαν το δικαίωμα να μετακινηθούν και να πάνε, όπου αυτοί ήθελαν, μέσα όμως στα όρια της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Νικόλαος αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να επιστρέψουν στα πατρικά του εδάφη, στο Βατούμ.
Ούτε στο Βατούμ οι συνθήκες δεν ήταν καλύτερες. Η οικογένεια του Νικόλαου αναγκάστηκε να κατοικεί σε μία αποθήκη, μια και το πατρικό του σπίτι είχε καταλάβει μία οικογένεια Γεωργιανών. Οι Γεωργιανοί δεν έδιναν το σπίτι και υποστήριζαν ότι το σπίτι τους ανήκε αυτοδίκαια, μια και η οικογένεια του Νικόλαου το είχε αφήσει για περισσότερα από επτά χρόνια. Ο Νικόλαος μάζεψε ό, τι χρήματα είχε ο ίδιος και δανείστηκε και από τους συγγενείς του, ώστε ν ‘αγοράσει από τη γεωργιανή οικογένεια Γεωργιανούς το ίδιο του το πατρικό σπίτι.
Σ’ αυτό το σπίτι μεγάλωσε ο παππούς μου, ο Βασίλειος, και το 1968 έφυγε για πρώτη φορά και πήγε στη Μόσχα, όπου σπούδασε πολιτικός μηχανικός. Το 1974 γνώρισε και παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, Μαρία Αποστολίδου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, το Νικόλαο (τον πατέρα μου), το Γεώργιο και το Χριστόφορο. Ο παππούς μου το 1980 γκρέμισε το πατρικό του σπίτι και έχτισε στη θέση του ένα μεγαλύτερο, τριώροφο σπίτι. Ο ίδιος εργάζονταν ως πολιτικός μηχανικός στο Δήμο και παράλληλα ήταν παραγωγός. Καλλιεργούσε τεράστιες ποσότητες μανταρίνια, πορτοκάλια, λεμόνια αλλά και τσάι, τα οποία και εμπορεύονταν.
Ο μεγαλύτερος πόθος των Ποντίων είναι να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Έτσι ο προπάππος μου ο Νικόλαος, μέχρι να πεθάνει, θρηνούσε για τον πατέρα του και τη χαμένη του πατρίδα. Ο πατέρας μου και οι θείοι μου, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γεωργία, μάθαιναν πρώτα την ποντιακή γλώσσα, η οποία ήταν η μόνη που ήξεραν να μιλούν μέχρι τα έξι τους χρόνια, που πήγαιναν στο σχολείο και μάθαιναν και τα ρωσικά. Οι παππούδες διατήρησαν ζωντανή την ποντιακή ιστορία, διαδίδοντάς την στους νεότερους, ώστε ποτέ να μην ξεχαστεί. «Το σκουλαρίκι της ζωής» ήταν να παντρευτεί ο κάθε Πόντιος μία Πόντια κοπέλα, ώστε η γενιά να συνεχιστεί και το έθνος να παραμείνει.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τα ήθη, τα έθιμα, η μουσική, η παράδοση και όλος ο ποντιακός πολιτισμός παρέμεινε ζωντανός και ξεχωριστός μέσα σ’ αυτήν την πολυεθνική χώρα. Και η ζωή συνεχίζονταν.
Ενώ λοιπόν όλα φαίνονταν να κυλούν ομαλά, στο διάστημα μεταξύ του 1985 και 1991 άρχισαν να γίνονται αλλαγές στη Σοβιετική Ένωση. Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν το λαό. Εθνικιστικές απόψεις και κινήματα ήρθαν στην επιφάνεια, κεντρική απαίτηση των οποίων ήταν το κάθε έθνος να ζει στην πατρίδα του. Αναπόφευκτα οι άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν τη Γεωργία. Οι Ρώσοι πήγαν στη Ρωσία και οι Αρμένοι στην Αρμενία. Ο φόβος για μια νέα εξορία των Ποντίων μεγάλωνε. Τα όνειρα του δεκαεπτάχρονου τότε πατέρα μου να σπουδάσει Νομική σκορπίστηκαν. Ήρθε στην Ελλάδα, όπου ξεκίνησε και πάλι από το μηδέν. Στην αρχή ήρθε μόνος του να εργαστεί, ώστε να μπορέσει να νοικιάσει ένα σπίτι. Στη συνέχεια ήρθε και η υπόλοιπη οικογένεια με άδεια χέρια, μια και τα χρήματα που είχαν αποκτήσει στη Γεωργία δεν είχαν πλέον καμία αξία. Όλοι μαζί εργάστηκαν σκληρά και στη Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκαν, έχτισαν ένα σπίτι. Ο πατέρας μου παντρεύτηκε τη μητέρα μου, Αθηνά Στυλίδου, και απέκτησαν μαζί πρώτα την αδερφή μου, Μαρία Σημαιοφορίδου, και έπειτα εμένα. Από τότε έως σήμερα,  σ’ αυτό το σπίτι, ζει η οικογένειά μου μαζί με τις οικογένειες των θείων μου. Η γλώσσα, η ιστορία και οι παραδόσεις συνεχίζουν να μεταδίδονται από το μεγαλύτερο στο μικρότερο μέλος της οικογένειας, από τη στιγμή που γεννιέται. Έτσι ο ποντιακός πολιτισμός ζει με όλες τις αναμνήσεις του παρελθόντος και συνεχίζει τη νέα του ζωή στο μέλλον.

Η ιστορία αυτή γράφτηκε σε 1917 λέξεις. Το 1917 κάλεσαν τον Βασίλειο Σημαιοφορίδη στα τάγματα ανδρών. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του...
Copyright © 2013 Nina Simaioforidou


1 σχόλιο:

Gina-Teta είπε...

Μπράβο στο κορίτρι που έγραψε αυτή την ιστορία γιατί μπόρεσε να δώσει αλήθειες και δύναμη και μέσα σε 1017 λέξεις κατάφερε να δώσει την ιστορία 150 χρόνων!